σταφυλῶν

σταφυλῶν
σταφύλη
fem gen pl
σταφυλή
bunch of grapes
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σταφύλων — Στάφυλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гроздовиѥ — ГРОЗДОВИ|Ѥ (1*), ˫А с. собир. Виноград: ничьсо же бо болѥ въ начатъкы приносити. или ѿ гръздови˫а и пьшеницѩ. (σταφυλῶν) КЕ XII, 124а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • περιπτίσματα — τὰ, Α [περιπτίσσω] τα στερεά υπολείμματα τών σταφυλών μετά την έκθλιψη τού οπού του, τα στέμφυλα …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • στρύμοξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξύλον μεμηχανημένον ἐν τοῑς ληνοῑς πρὸς τὴν τῶν σταφυλῶν ἔκθλιψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”